Sunday, June 20, 2010

ΠΑΡΑΜΥΘΑΚΙ

Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας άνθρωπος που είχε φτερά.

Μα τα φτερά, όμορφα και μεγάλα που τον στόλιζαν, ήταν κέρινα.

Και με τα κέρινα φτερά πετούσε πάντα χαμηλά.

Γιατί έψαχνε στη γη να βρει όμορφο δένδρο για να κάτσει.

Μια μέρα κοίταξε ψηλά, πέρα από του ουρανού την ομορφιά.

Και τότε είδε μαγική μορφή, απρόσιτη, μα πιότερο απ’όλα ποθητή

Μαγεύτηκε και ξέχασε τα κέρινα φτερά, πετώντας έφυγε.

Μα η μορφή ψηλά εκεί στον ήλιο ήταν δίπλα.

Και βλέποντας τον φτερωτό όμορφο, τον θέλησε δίπλα της

Τα κέρινα φτερά του είδε και μακριά του φώναξε να μείνει.

Γιατί κακό ανάξιο γι’αυτόν θα πάθει στη φλόγα και την ομορφιά κοντά.

Τον μάγεψε όμως πιο βαθιά απ’τα όρια του φόβου.

Και πιο ψηλά υψώθηκε κουνώντας τα φτερά του.

Στη αγκαλιά της να χαθεί απέλπιδα ζητώντας.

Και ο ήλιος έκαιγε πολύ, έλιωνε τα φτερά του.

Να μην αγγίξει τ’ονειρο της μοίρας του γραμμένο.

Να πέφτει τώρα βρέθηκε στα έγκατα του πόνου.

Σπαράζοντας το θρήνο του, αστράφτει η κραυγή του.

Όχι γιατί θα έπεφτε σ’απηθμενο φαράγγι.

Αλλά γιατί δεν άγγιξε ποτέ του τη μορφή της.

Μα η πτώση ήταν ατέλειωτη, κρατούσε πολύ χρόνο.

Και η αγάπη μέσα του γεννούσε την ελπίδα που δύναμη του έδινε ξανά για να πετάξει.

Τα δυο φτερά μεγάλωσαν καινούρια έγιναν πάλι.

Και έτσι ξαναπέταξε ψηλά κοντά στον ήλιο.

Εκεί που ήταν η μορφή για να την αγαπήσει.

Να ξαναπέσει να χαθεί και να ξαναπετάξει.

Μέχρι ο ήλιος να χαθεί ή η μορφή να φύγει για να μπορέσει να τη βρει, αλλιώς για να πεθάνει.