Friday, March 25, 2016

Μεμονωμένα

"Μείνε μακριά μου", του είπε τότε η μικρή πριγκίπισσα! "Είσαι ένας ιππότης που του αξίζουν τα καλλίτερα, αλλά δε μπορείς να μείνεις στο δικό μου βασίλειο. Η περιπέτεια μαζί σου ήταν υπέροχη, και όλοι αυτοί οι κίνδυνοι που αντιμετωπίσαμε μαζί γέννησαν αισθήματα μέσα μου για εσένα. Αλλά δε μπορείς να είσαι στο βασίλειό μου". Ο ιππότης κρατούσε σφιχτά τα γκέμια του αλόγου του, κοίταξε για λίγο το γρασίδι που χόρευε στη θέληση του ανέμου, πήρε μια βαθιά ανάσα και είπε, "Μα εγώ πριγκίπισσα μου εσένα έχω, εσένα θέλω για εσένα μόνο θα πολεμώ πάντα" Η πριγκίπισσα, με μάτια που γυάλιζαν, κρατώντας αγέροχα όμως την μαγεμένη της ασπίδα, αυτή που κάποτε την είχαν ονομάσει "Η Λογική ", τον κοίταξε σχεδόν ψυχρά. Γύρισε την πλάτη της απότομα και τα μακριά της μαλλιά τινάχτηκαν σαν να του μαστιγώνουν την καρδιά "Αντίο όμορφε ιππότη" του είπε "Αυτή η ζωή που θες, δε θα είναι ποτέ δική μας" Ο ιππότης έμεινε για λίγο να τη κοιτάζει καθώς η μορφή της χανόταν στο τοπίο. Άφησε τα δάκρυά του να πέσουν στη γη και ανέβηκε στο άλογο του. Έσκυψε και του ψιθύρισε "Μοναξιά, πάλι οι δύό μας. Κάλπαζε λοιπόν, μέχρι να με αφήσεις, ή να σε αφήσω εγώ". Κι έτσι έφυγαν τρέχοντας, και το μόνο που έμεινε ήταν δυο αθάνατα χρυσάνθεμα, που φύτρωσαν ποτισμένα από τα δάκρυα του ιππότη.

...

Ήταν πληγωμένος. Η μάχη δεν είχε τελειώσει ακόμα, και αυτός έβλεπε το αίμα να στάζει απ το μέτωπό του στο χώμα. Είχε χτυπηθεί, οι πληγές του ήταν πολλές και βαθιές. Με το ένα το γόνατο στη γη, και το δεξί του χέρι να σκαλίζει το χώμα με τα δάχτυλα, στηριζόταν στο σπαθί του, Την ασπίδα του την είχε χάσει εδώ και ώρα. Η πανοπλία του είχε γίνει χίλια κομμάτια από τα χτυπήματα. Είχε πολεμήσει, είχε χτυπηθεί, η τύχη δε του είχε χαμογελάσει. Πονούσε τόσο πολύ! Χωρίς τίποτα πια να τον προστατεύει, ακόμα και οι σκόνη που έφερνε ο άνεμος επάνω του τον πονούσε. Και τότε... Τότε για μια στιγμή, ένα δευτερόλεπτο, μια αιωνιότητα, αδύνατον να καταλάβει για πόσο, η ματιά του έφυγε απ το σώμα του, υψώθηκε στον ουρανό. Τα ίδια του τα μάτια γύρισαν και τον κοίταξαν. "Ω, πόσο αξιοθρήνητος είσαι" Μίλησαν τα μάτια του με μια φωνή απ τα σύννεφα. "Πόσο τραγικός είσαι πεσμένος στο χώμα σα σκουλήκι, με το σπαθί σου σα μπαστούνι και τα χέρια σου σα ρίζες" Η φωνή τον ματιών του έφτυσε αυτά τα λόγια με περιφρόνηση και αηδία Αυτό όμως, ήταν η ανάσταση του, "Έπρεπε", μονολόγησε, "να δω πόσο χαμηλά έχω πέσει για να σταθώ στα πόδια μου". Έσφιξε με τα δυο χέρια το σπαθί του, πάτησε γερά τα πόδια του στη γη, υψώθηκε αγέρωχος στη μάχη που ερχόταν, και με μια ήρεμη φωνή που έκανε τη γη να τρέμει είπε ¨Τώρα αρχίζει. Το τέλος αργεί" Έκανε το πρώτο βήμα μπροστά και ξεχύθηκε για νέα χτυπήματα ...