Monday, July 19, 2021

Κίτρινο

-Και τι θα κάνεις τώρα;
Τον ρώτησε ο Άγγελος.
Φίλος καλός, απ’ τα παλιά. Αξιόπιστος και σοβαρός άνθρωπος. Στημένη ζωή, σοβαρή γυναίκα, αλλά όχι ξενέρωτη. Καλή δουλειά. Ο Άγγελος ήταν η φωνή της λογικής στη ζωή του.
- Δε ξέρω ρε φίλε… θα κλειστώ στην «Τρύπα» για πέντε ώρες και θα τα πίνω. Ύστερα θα δούμε .
- Θες παρέα;
Ρώτησε ο Άγγελος.
Του έκανε μια μικρή ‘έκπληξη η ερώτηση. Ο Άγγελος δε συνήθιζε να ξενυχτάει και να πίνει. Όχι πια. Αλλά από την άλλη, ήταν πάντα στα ζόρικα δίπλα του.
-Όχι ρε φίλε … όχι σήμερα… ευχαριστώ.

-ντριιιν – ντρίν … -ντριιιν – ντρίν

Άδειαζε ένα ακόμα ποτήρι όταν ένιωσε ότι πλησιάζει στο αρκετά. Η «Τρύπα» το μπαράκι που σύχναζε , συνήθως τον ρουφούσε πιο βαθιά απ’ το αρκετά. Όχι όμως αυτό το βράδυ. Παρόλο που ήταν βράδυ μιας δύσκολης μέρας.
Το αφεντικό είχε ανακοινώσει μισθολογικές περικοπές, σε μια δουλειά που μισούσε έτσι κι αλλιώς. Σε έναν διεκπεραιωτικό ανούσιο Γολγοθά’ όπως το είχε χαρακτηρίσει κάποτε. Σε μια δουλειά που στην καλλίτερη των περιπτώσεων, βαριόταν τις αρμοδιότητές του, βαριόταν τους συναδέλφους του και βαριόταν ακόμα τον ίδιο του τον εαυτό.

-ντριιιν – ντρίν … -ντριιιν – ντρίν

Άδειασε το τελευταίο του ποτό. Η ζάλη της μέθης είχε πάψει από ώρα να είναι γλυκιά και άγγιζε τα όρια της ενόχλησης. Ο σκοπός του, αν είχε στην πραγματικότητα ποτέ κάποιον, δεν είχε επιτευχθεί.
Η ζωή του είχε φτάσει σε ένα τέλμα και ικανοποιητική λύση δεν είχε σκεφτεί.
Η «Τρύπα» ήταν στα φόρτε της. Τέσσερεις ήδη χόρευαν ενώ δυο μεγάλες παρέες ανέβαζαν το κέφι στον χώρο με την ενέργειά τους.

-ντριιιν – ντρίν … -ντριιιν – ντρίν

Πλήρωσε, άφησε tip στην barwoman, φόρεσε το τζάκετ του και την ώρα που πήγε να βγει απ’ το bar, ΄άρχισε να παίζει ένα απ’ τα τραγούδια του. Ένα απ’ αυτά τα ιδιαίτερα. Ένα από αυτά που δε μπορούσε να μην χορέψει.
Όταν βγήκε στον δρόμο είχε ήδη ιδρώσει απ’ τον χορό. Ο ανοιξιάτικος καιρός τον βοηθούσε να μη ενοχλείται από ένα ρεύμα αέρα που πέρναγε από τα στενά δρομάκια προς το σπίτι.
Έφτασε έξω απ’ το τρελόσπιτο.
Έτσι το είχαν ‘βαφτίσει’ τα παιδιά της γειτονιάς. Ένα τσιγάρο δρόμος μακριά από το σπίτι του. Η δική του προσωπική παράδοση του επέβαλε να ανάψει ένα. Έτσι έκανε κάθε φορά που γύριζε απ’ την «Τρύπα».
Έβαλε το τσιγάρο στο στόμα. Τρία πράγματα συνέβησαν ταυτόχρονα. Γύρισε το τσακμάκι του αναπτήρα, ένα αεράκι φύσηξε και έσβησε τη φλόγα, και ένα τηλέφωνο άρχισε ν χτυπάει μέσα απ’ το τρελόσπιτο.

-ντριιιν – ντρίν … -ντριιιν – ντρίν

Γύρισε το κεφάλι του προς το σπίτι.
Η σιωπή του ήταν απόκοσμη. Μέχρι και ο ανοιξιάτικος αέρας έπαψε να σφυρίζει.
Ξαναχτύπησε το τσακμάκι του αναπτήρα του. Και πάλι ο αέρας του το έσβησε, και πάλι το τηλέφωνο χτύπησε μέσα απ’ το τρελόσπιτο

-ντριιιν – ντρίν … -ντριιιν – ντρίν

Κατέβασε τον αναπτήρα, πέταξε το τσιγάρο του στον διπλανό κάδο και γύρισε προς την καγκελόπορτα. Εκεί που για χρόνια υπήρχε σκουριασμένη αλυσίδα με ένα τεράστιο λουκέτο, απόψε έχασκε ένα άνοιγμα ανάμεσα από τα λυγισμένα απ’ τις κλωτσιές των περαστικών πιτσιρικάδων σίδερα. Σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε δύσπιστος το σκοτεινό τρελόσπιτο.
Η απόλυτη σιωπή.
Το αριστερό του χέρι σηκώθηκε και έπιασε την καγκελόπορτα, στο άγγιγμα κάτι σαν ηλεκτρισμός διαπέρασε την ραχοκοκαλιά του και από το σπίτι ακούστηκε πιο επιτακτικά από ποτέ …

-ντριιιν – ντρίν … -ντριιιν – ντρίν

Άνοιξε την καγκελόπορτα διάπλατα μα τα δύο του χέρια. Το πρώτο βήμα στο στενό μονοπάτι έγινε μόνο του. Κοντοστάθηκε για μια στιγμή, για μια στιγμή μόνο. Σκέφτηκε να ανάψει εκείνο το τσιγάρο, σκέφτηκε να πάρει το δρόμο προς το σπίτι, σκέφτηκε να πέσει για ύπνο, να ξυπνήσει το πρωί και να πάει στον διεκπεραιωτικό Γολγοθά του. Έβαλε το χέρι στην τσέπη, έπιασε το πακέτο του, το σπίτι ήταν σιωπηλό. Έκλεισε τα μάτια του, πήρε μίαν ανάσα αι πριν το καταλάβει άνοιγε την ξύλινη, σχεδόν σαπισμένη πόρτα του τρελόσπιτου.

-ντριιιν – ντρίν … -ντριιιν – ντρίν

Ένα ξύλινο τραπεζάκι, πάνω του ένα κίτρινο τηλέφωνο , ένα από αυτά τα παλιά με το καντράν.

-ντριιιν – ντρίν … -ντριιιν – ντρίν

Άναψε ένα τσιγάρο, σήκωσε το ακουστικό…
-Εμπρός;….